- οβέλια
- ηζωολ. γένος υδρόζωων κνιδοζώων, ασπόνδυλων θηλαστικών που είναι ευρύτατα διαδεδομένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οβελία — ὀβελία, ἡ (Α) [οβελός] πιθ. φόρος ενός οβολού … Dictionary of Greek
ὀβελίας — ὀβελίᾱς , ὀβελία a tax of an obol fem acc pl ὀβελίᾱς , ὀβελία a tax of an obol fem gen sg (attic doric aeolic) ὀβελίᾱς , ὀβελίας baked masc acc pl ὀβελίᾱς , ὀβελίας baked masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελίαι — ὀβελίᾱͅ , ὀβελία a tax of an obol fem dat sg (attic doric aeolic) ὀβελίας baked masc nom/voc pl ὀβελίᾱͅ , ὀβελίας baked masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελίαν — ὀβελίᾱν , ὀβελία a tax of an obol fem acc sg (attic doric aeolic) ὀβελίᾱν , ὀβελίας baked masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀβελίας baked masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀβελιέων — ὀβελία a tax of an obol fem gen pl (epic ionic) ὀβελίας baked masc gen pl (epic ionic) ὀβελίζω mark with a critical obelus fut part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οβελιαφόρος — ὀβελιαφόρος, ον (Α) 1. αυτός που μετέφερε οβελία άρτο στους ώμους κατά τις πομπές 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Ὀβελιαφόροι τίτλος δράματος τού Εφίππου και τού Αντιφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀβελίας + φόρος*] … Dictionary of Greek
παραδόσεις — Ονομάζονται έτσι οι μυθικές διηγήσεις που πλάστηκαν από τον λαό και συνδέθηκαν με ορισμένους τόπους και χρόνους ή με ορισμένα φυσικά φαινόμενα και όντα ή με πρόσωπα ιστορικά και που ο λαός τις πιστεύει θεωρώντας τες αληθινές. Οι διηγήσεις αυτές… … Dictionary of Greek